- γεμίζομαι
- γεμίζωfill full ofpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
грязнуть — укр. грязнути, ст. слав. погрѩзнѫ, грѩзнѫти γεμίζομαι, сербохорв. гре̏зне̑м, гре̏знути, словен. grêznem, grezniti, др. чеш. hřaznu, uhřaznuti, слвц. hriaznut , польск. grzęznę, grzęznąc, в. луж. hrěznyc, н. луж. grěznus. Связано… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
επικίρνημι — ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι* (Α) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω 2. παθ. ἐπικίρναμαι γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
γεμίζω — γεμίζω, γέμισα, γεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: γεμίζω : χωρίς παθητική φωνή, γιατί σημαίνει και → καταλαμβάνω, καλύπτω τελείως κτλ. και → καταλαμβάνομαι, καλύπτομαι τελείως κτλ. Σε ορισμένα λεξικά απαντάται το γεμίζομαι ως παθητικό της… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταγεμίζω — καταγέμισα, καταγεμίστηκα, καταγεμισμένος 1. γεμίζω κάτι έως επάνω: Καταγέμισες τα ποτήρια κρασί. 2. γεμίζομαι έως επάνω: Καταγέμισε σήμερα η πλατεία από κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)